- αἰκίσματα
- αἴκισμαoutrageneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίκισμα — αἴκισμα, το (Α) [αἰκίζω] 1. κακή μεταχείριση, κάκωση, βασανισμός 2. στον πληθ. φρ. «αἰκίσματα νεκρῶν», ακρωτηριασμένα πτώματα … Dictionary of Greek